- κυαθίζειν
- κυαθίζωladle outpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυαθίζω — (Α) [κύαθος] 1. πίνω με τον κύαθο, με το ποτήρι 2. δίνω σε κάποιον να πιει, κερνώ 3. (για τις μηχανές τού Αρχιμήδους) ανασύρω, αναρπάζω, ανυψώνω από τη θάλασσα («ταῑς μὲν ναυσὶν αὐτοῡ κυαθίζειν ἐκ θαλάττης Ἀρχιμήδη», Παλ.) … Dictionary of Greek